καταπιλώ

καταπιλώ
καταπιλῶ, -έω (AM)
(επιτ. τ. τού πιλώ*)
1. περιτυλίγω κάτι συμπιέζοντας το, συμπιέζω, συνθλίβω
2. μτφ. περιορίζω πολύ
3. παθ. καταπιλούμαι, -έομαι
είμαι τυλιγμένος σφιχτά, πιεστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πιλῶ «πιέζω» (< πῖλος «συμπιεσμένο μαλλί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”